- οδονταλγία
- η (Α ὀδονταλγία) [οδονταλγώ]πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀδονταλγία — ὀδονταλγίᾱ , ὀδονταλγία toothache fem nom/voc/acc dual ὀδονταλγίᾱ , ὀδονταλγία toothache fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδονταλγίας — ὀδονταλγίᾱς , ὀδονταλγία toothache fem acc pl ὀδονταλγίᾱς , ὀδονταλγία toothache fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδονταλγίαν — ὀδονταλγίᾱν , ὀδονταλγία toothache fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδονταλγιῶν — ὀδονταλγία toothache fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδονταλγίαις — ὀδονταλγία toothache fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδονταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδονταλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδονταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικον τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
odontalgia — (Del gr. odus, odontos , diente + algesis, dolor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Dolor de dientes o de muelas. * * * odontalgia (del gr. «odontalgía») f. Med. Dolor de *dientes o muelas. * * * odontalgia. (Del gr. ὀδονταλγία, de ὀδών, ὀδόντος,… … Enciclopedia Universal
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
οδονταλγώ — (Α ὀδονταλγῶ, έω) υποφέρω από οδονταλγία, έχω πονόδοντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
οδοντωδυνία — και, δ. γρφ., οδοντοδυνία, η οδονταλγία, πονόδοντος … Dictionary of Greek